κατατίλλω

κατατίλλω
κατατίλλω (Α)
(επιτ. τ. τού τίλλω)
1. μαδώ εντελώς, καταμαδώ
2. μαδιέμαι, τραβώ τις τρίχες τής κεφαλής μου (α. «κατέτιλεν ἑαυτόν
ἐπὶ θρήνου», Ησύχ.
β. «κατέτιλα τοῡ τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῡ πώγωνος», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τίλλω «μαδώ, τραβώ τις τρίχες μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ՓԵՏԵՄ — ( ) NBH 2 0940 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c, 13c ն. τίλλω, κατατίλλω, διατίλλω vello, evello, divello, depilo κείρω tondeo. (գրի եւ որպէս ռմկ. ՓԵՏՏԵԼ. ) Կորզել քանցել զփետւորս, զթեւս, մանաւանդ զվարսս կամ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”